τιμαλφώ

τιμαλφώ
-έω, ΜΑ [τιμαλφής]
δοξολογώ («ὑπὲρ πολλῶν τιμαλφῶν λόγοις νίκαν», Πίνδ.)
αρχ.
εορτάζω, πανηγυρίζω («αὐτὸν κάρτα τιμαλφεῑ λεώς», Αισχύλ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”